- σκάρτο
- το брак, бракованный товар, негодная продукция;
βγάζω ( — или θεωρώ) σκάρτο — браковать, выбраковывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγάζω ( — или θεωρώ) σκάρτο — браковать, выбраковывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
σκάρτος — η, ο, Ν 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, άχρηστος ή ακατάλληλος 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. αυτός που παρουσιάζει βλάβη ή ελάττωμα ή είναι κατώτερης ποιότητας 4. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που δεν έχει καλό χαρακτήρα και δεν σέβεται… … Dictionary of Greek
σκαρτάδα — η, Ν 1. το να είναι κάτι σκάρτο, άχρηστο 2. σύνολο από άχρηστα πράγματα, σκαρταδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάρτος + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
(ε)ξώφυλλο — το 1. το έξω φύλλο βιβλίου. 2. το έξω φύλλο παραθύρου. 3. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που σε ορισμένα παιχνίδια αφαιρούνται ως περιττά ή δε λογαριάζονται στην καταμέτρηση των πόντων, το σκάρτο. ξώφυλλο το το έξω φύλλο, το εξώφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιάλεγμα — το, ατος και αποδιαλεγούδι, το ιού, αυτό που μένει ύστερα από τη διαλογή, το απομεινάρι, το σκάρτο: Αυτά που είχαν αφήσει για μας ήταν τ’ αποδιαλέγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)